- χοριαμβικός
- -ή, -ό / χοριαμβικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χορίαμβος](μετρ.) αυτός που περιέχει ή αποτελείται από χοριάμβους («χοριαμβικό μέτρο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοριαμβικός — choriambic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριαμβικός — ή, ό στην αρχαία μετρική, αυτός που περιέχει χοριάμβους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοριαμβικά — χοριαμβικός choriambic neut nom/voc/acc pl χοριαμβικά̱ , χοριαμβικός choriambic fem nom/voc/acc dual χοριαμβικά̱ , χοριαμβικός choriambic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριαμβικῶν — χοριαμβικός choriambic fem gen pl χοριαμβικός choriambic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριαμβικόν — χοριαμβικός choriambic masc acc sg χοριαμβικός choriambic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριαμβικοῖς — χοριαμβικός choriambic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριαμβικοί — χοριαμβικός choriambic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριαμβικοῦ — χοριαμβικός choriambic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριαμβικῆς — χοριαμβικός choriambic fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοριαμβικῇ — χοριαμβικός choriambic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)